- τρομώδης
- -ες / τρομώδης, -ῶδες, ΝΑ [τρόμος]αυτός που εμφανίζει ταχεία παλμική κίνηση, τρεμουλιαστός (α. «τρομώδης φωνή» β. «τρομώδεες... χεῑρες», Ιπποκρ.)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το τρομώδεςμουσ. όρος που παλαιότερα ήταν σε χρήση ως συνώνυμο τού βιμπράτο και δηλώνει την άσκηση, στις χορδές ενός οργάνου, γρήγορων ώσεων και έλξεων ώστε να παράγονται ήχοι χωρίς καμιά διακοπή συνέχειας, αλλ. τρέμολο2. φρ. α. «τρομώδες παραλήρημα»ιατρ. διανοητική ταραχή τοξικής αιτιολογίας, που προσβάλλει κυρίως τους αλκοολικούςβ) «τρομώδης παράλυση»ιατρ. άλλη ονομασία για τη νόσο τού Πάρκινσον.επίρρ...τρομωδῶς ΜΑμε τρομώδη τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.